- αποσιωπητικός
- -ή, -ό1. αυτός που αποσιωπά κάτι ή που χρησιμεύει για την αποσιώπηση2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τὰ ἀποσιωπητικάτρεις στιγμές (...) που τίθενται μετά από κάποια λέξη του γραπτού λόγου για να δηλώσουν την παράλειψη λέξεων ή φράσεων που εύκολα μπορούν να νοηθούν.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσιωπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Λκρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.